ΤΑ ΧΩΡΙΣΜΕΝΑ


                                        Στον Ανδρέα Εμπειρίκο


Το ποτάμι το όνειρο τα σπηρούνια κι ο φόβος 

σκορπιστήκαν σ’ αυτό το λιβάδι 

κι η ωραία γυναίκα με τη βέργα του πάθους 

τυραννάει τα μάτια της τυραννάει την ψυχή της 

να γυρίσει το άλογο στη φωνή της φοράδας 

τα σπηρούνια να βρούνε τα πόδια 

να φορέσει τη μάσκα του ο μεγάλος ο φόβος 

το ποτάμι ν’ αφήσει σ’ άλλο ρέμα το αίμα του 

και τ’ όνειρο να γεμίσει μ’ άλλο φως την καρδιά της 

την καρδιά τη δική της και των άλλων ανθρώπων 


Κι ο γενναίος θεός ο σκληρός εραστής της 

που γυρίζει τα βράδια με μεγάλα καράβια 

να ριχτεί στα σοκάκια μ’ ένα άσπρο μαντίλι 

μέσ’ στη νύχτα με τα δέντρα και τ’ άστρα 

να τη βρει σ’ ένα δρόμο να τη βρει σ’ ένα σπίτι 

με γνωστούς μάνες - γριές κι αδύνατα αγόρια 

να τη βρει στην πληγή στο σημάδι του πάθους 

όταν μόνη σηκώνει τη βέργα 

για να σμίξουν και πάλι μαζί στο λιβάδι 

το ποτάμι το όνειρο τα σπηρούνια κι ο φόβος




ΧΕΙΜΩΝΑΣ


Τι ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια 

τι τέλεια που μαραθήκαν 

κι αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους 

με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού 

χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια 

γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό 

δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό 

κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα 

αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή 

απελπισμένη 

μοιράζοντας τις ομπρέλες της 

τα κάστανα θα τη ζηλέψουν 

και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές 

θα βγουν κι άλλοι έμποροι 

αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια 

αυτός που πουλάει τις ζεστές - ζεστές προβιές 

αυτός που πουλάει το καφτό σαλέπι 

κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι 

για τις φτωχές καρδιές


                         Μίλτου Σαχτούρη, Ποιήματα (1945-1971), εκδ. ΚΕΔΡΟΣ